- αστυφύλακα
- polis memuru
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αρχιφύλακας — ο (Α ἀρχιφύλακας, ακος) ο επικεφαλής των φυλάκων σε κάποια μονάδα ή φυλάκιο νεοελλ. βαθμός ανώτερος από τον βαθμό του αστυφύλακα … Dictionary of Greek